- σμίλακα
- σμί̱λακα , σμῖλαξholm-oakfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SMILAX — I. SMILAX arbor et frutex. Pausan. enim, ubi in Arcadicis materias enumerat, e quibus fieri vulgo solerent Deorum simulacra, post ebenum, cupressum, cedrum, quercum, σμίλακα quoque nominat, quam taxum esse, docet Salmas. cuius materies durissima … Hofmann J. Lexicon universale
σμιλάκινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος από σμίλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῖλαξ, ίλακος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινoς)] … Dictionary of Greek
Βάκχες — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, οι Β. ήταν γυναίκες, μέλη του οργιαστικού θιάσου του Διόνυσου. Στους Ορφικούς Ύμνους, όπου ονομάζονται επίσης Μαινάδες και Ναΐδες, αναφέρονται ως τροφοί του θεού. Οι Β., κυριευμένες από θεία μανία (στη… … Dictionary of Greek